κυματογόνος

κυματογόνος
ος , ον вызывающий волны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κυματογόνος" в других словарях:

  • κυματογόνος — ο αυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος, τερατο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»